- ἰαχήμασι
- ἰάχημαcryneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιάχημα — ἰάχημα, τὸ (Α) [ιαχώ] 1. κραυγή, βοή 2. το σφύριγμα τού φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.) 3. ήχος οργάνου … Dictionary of Greek